Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΣΚΡΟΥΤΕΗΠ - C.S.LEWIS

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΧΙ
ΑΓΑΠΗΤΕ ΜΟΥ ΓΟΥΟΡΜΓΟΥΝΤ,


Είναι φανερό ότι κάνεις εξαιρετική πρόοδο. Ο μόνος φόβος μου είναι μήπως βιαστείς και ο ασθενής σου ξυπνήσει και συνειδητοποιήσει την αληθινή του κατάσταση. Γιατί, παρόλο που εσύ κι εγώ βλέπουμε την κατάστασή του όπως πραγματικά είναι, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε πόσο διαφορετικά πρέπει να φαίνεται σ’ αυτόν. Γνωρίζουμε ότι έχουμε εισάγει στη ζωή του μια αλλαγή κατεύθυνσης, που ήδη τον απομακρύνει από την τροχιά του γύρω από τον Εχθρό μας. Αλλά πρέπει να τον κάνουμε να φαντάζεται ότι όλες οι επιλογές που οδήγησαν σ’ αυτή την αλλαγή πορείας είναι επουσιώδεις και αναστρέψιμες. Δεν πρέπει να του επιτραπεί να υποψιαστεί ότι τώρα πια κατευθύνεται, αργά αλλά σταθερά, κατευθείαν μακριά από τον ήλιο σε μια πορεία που θα τον οδηγήσει στην ψυχρότητα και τη σκοτεινιά του απόλυτου κενού(1).

Γι’ αυτό το λόγο είμαι σχεδόν ευτυχής που ακούω ότι εξακολουθεί να πηγαίνει στην εκκλησία και να επικοινωνεί με αυτήν. Γνωρίζω ότι υπάρχουν κίνδυνοι σε κάτι τέτοιο. Αλλά οτιδήποτε είναι καλύτερο από το να αντιληφθεί την απομάκρυνσή του από τους πρώτους μήνες της Χριστιανικής του ζωής. Όσο θα διατηρεί τα εξωτερικά γνωρίσματα και συνήθειες ενός Χριστιανού, θα εξακολουθεί να πιστεύει ότι είναι κάποιος που απέκτησε μερικούς καινούριους φίλους και διασκεδάσεις, αλλά του οποίου η πνευματική κατάσταση είναι η ίδια με αυτή που ήταν πριν από έξι βδομάδες. Κι ενόσω το νομίζει αυτό, δε θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε την σαφή μετάνοια μια ξεκάθαρης, πλήρως αναγνωρισμένης αμαρτίας, αλλά μόνο με το ακαθόριστο, αν και ενοχλητικό, συναίσθημα ότι δεν τα πάει και πολύ καλά τελευταία(2).

Αυτή η «θαμπή» ανησυχία χρειάζεται προσεκτικό χειρισμό. Αν γίνει πολύ δυνατή, μπορεί να τον αφυπνίσει και να χαλάσει το όλο παιχνίδι. Από την άλλη, αν την καταπιέσεις εντελώς - κάτι που, παρεμπιπτόντως ο Εχθρός μας δε θα σε αφήσει να κάνεις - θα μας κάνει να χάσουμε ένα στοιχείο που στην περίσταση αυτή μπορεί να αποβεί σε καλό μας. Αν ένα τέτοιο συναίσθημα επιτραπεί, χωρίς να γίνει ακαταμάχητο και να «ανθίσει» σε πλήρη μετάνοια, έχει μια πολύτιμη τάση. Αυξάνει την απροθυμία του ασθενούς να σκέπτεται για τον Εχθρό. Όλοι οι άνθρωποι παρουσιάζουν κατά καιρούς αυτή την απροθυμία, σε όλες τις εποχές. Αλλά όταν το να Τον σκέπτονται εντείνει την αντιμετώπιση ενός ολόκληρου ασαφούς νέφους ενοχής, αυτή η απροθυμία δεκαπλασιάζεται. Μισούν την κάθε σκέψη που τους οδηγεί σ’ Αυτόν, όπως ένας άνθρωπος με οικονομικές ατασθαλίες απεχθάνεται τον οικονομικό έλεγχο. Σε μια τέτοια κατάσταση, ο ασθενής σου δε θα παραλείψει απλώς αλλά θα αντιπαθεί βαθμιαία όλο και περισσότερο τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Θα τα σκέπτεται όσο λιγότερο μπορεί πριν έλθει η ώρα τους και θα τα ξεχνάει όσο πιο γρήγορα μπορεί αφού αυτή περάσει. Πριν από μερικές βδομάδες θα έπρεπε να τον δελεάσεις για ν’ αποσπάσεις την προσοχή του από την προσευχή, αλλά τώρα θα τον δεις να σου έρχεται με ανοιχτές αγκάλες, εκλιπαρώντας σε να του αποσπάσεις την προσοχή και να του παγώσεις την καρδιά. Θα θέλει οι προσευχές του να είναι αφύσικες, πέρα από την πραγματικότητα γιατί θα τρέμει στην ιδέα να προσευχή κάτι απλό που θα τον φέρει σε ευθεία επαφή με τον Εχθρό μας. Ο στόχος του θα είναι να συνεχίσει να «κοιμάται τον ύπνο του δικαίου»(3).

Καθώς αυτή η κατάσταση θα γίνει σταθερή, θα απελευθερώνεσαι βαθμιαία από την κοπιαστική εργασία να του παρέχεις διάφορες απολαύσεις ως πειρασμούς. Καθώς η ανησυχία του, αλλά και η άρνησή του να την αντιμετωπίσει, θα τον αποκόπτουν συνεχώς από την αληθινή ευτυχία, και καθώς η συνήθεια θα μετατρέπει τις ηδονές της ματαιότητας, της έξαψης και της ελευθεριότητας όλο και λιγότερο ευχάριστες αλλά και όλο πιο επιθυμητές ταυτόχρονα (γιατί αυτό κάνει η συνήθεια στην ηδονή ευτυχώς), θα ανακαλύψεις πως οτιδήποτε ή και τίποτε ακόμη, είναι αρκετό για να αποσπάσεις τη συνεχώς περιπλανώμενη προσοχή του(4). Δε χρειάζεσαι πια ένα «καλό» βιβλίο, που πραγματικά του αρέσει, για να τον εμποδίσεις από τις προσευχές, τον ύπνο ή την εργασία του. Μια στήλη με τις διαφημίσεις από τις χθεσινές εφημερίδες θα είναι αρκετή. Θα μπορείς να τον κάνεις να χάνει το χρόνο του, όχι μόνο με συζητήσεις που τον ενδιαφέρουν με ανθρώπους που του αρέσουν, αλλά και με συζητήσεις με ανθρώπους για τους οποίους καθόλου δε νοιάζεται, και με θέματα που τον δυσαρεστούν ή τον κουράζουν. Μπορείς να τον κάνεις να μην κάνει τίποτε για μεγάλες περιόδους της ζωής του. Μπορείς να τον κάνεις να κάθεται ξύπνιος αργά τη νύχτα, όχι για κάτι εποικοδομητικό, αλλά απλά για να κοιτάζει τη φωτιά στο τζάκι ενός ψυχρού δωματίου. Όλες οι υγιείς και εξωτερικευόμενες δραστηριότητες που θέλουμε να αποφύγει, μπορούν να εμποδιστούν και μάλιστα χωρίς καμία ανταπόδοση από μέρους μας, έτσι ώστε το μόνο που θα πει, όπως είπε κι ένας ασθενής μου όταν έφτασε εδώ κάτω, να είναι: «Βλέπω τώρα ότι πέρασα τη ζωή μου μην κάνοντας τίποτε. Ούτε αυτά που έπρεπε, αλλά ούτε κι αυτά που ήθελα». Οι χριστιανοί περιγράφουν τον Εχθρό μας σαν κάποιον, «χωρίς τον οποίο το Τίποτα είναι δυνατό». Και το Τίποτα είναι όντως πολύ δυνατό. Δυνατό τόσο, ώστε να κλέψει τα καλύτερα χρόνια ενός ανθρώπου όχι σε γλυκές αμαρτίες, αλλά σε θλιβερές αναλαμπές του μυαλού πάνω σε αυτά που δεν ξέρει το πώς και το γιατί τον απασχολούν, πάνω στην ικανοποίηση μιας περιέργειας, τόσο ισχνής, που ο άνθρωπος μόλις που την αντιλαμβάνεται, χτυπώντας τα δάχτυλά του και μπήγοντας στο χώμα τα τακούνια του, σιγοσφυρίζοντας τραγούδια που δεν του αρέσουν, ή χαμένος στον μακρύ, θαμποφωτισμένο λαβύρινθο ονειροπολήσεων που δεν έχουν τουλάχιστον φιλοδοξίες ή έστω λαγνεία για να του δώσουν μια κάποια νοστιμιά, αλλά που, άπαξ και η περίπτωση το φέρει και σχετιστεί μαζί τους, δε μπορεί να κάνει τίποτε για να τις απορρίψει γιατί νιώθει πολύ αδύναμος και ασθενικός για να το κάνει.

Μπορεί να πεις ότι αυτές είναι μηδαμινές αμαρτίες, και αναμφίβολα, όπως όλοι οι νέοι και ανυπόμονοι χαρακτήρες, βιάζεσαι να παρουσιάσεις τα αποτελέσματα μιας θεαματικής κακής συμπεριφοράς. Αλλά να θυμάσαι, το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι το πόσο πολύ μπορείς να απομακρύνεις τον άνθρωπο από τον Εχθρό μας. Δεν έχει σημασία πόσο μικρές είναι οι αμαρτίες όσο το ότι το συνολικό τους αποτέλεσμα είναι η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Φως και η μετάβασή του στο Τίποτα. Ο φόνος δεν είναι καλύτερο; από τα χαρτιά εφόσον τα χαρτιά μπορούν να κάνουν τη δουλειά. Και, είναι αλήθεια, ο πιο σίγουρος δρόμος για την Κόλαση, είναι ο βαθμιαίος - η απαλή κατηφόρα, ξεκούραστη για τα πόδια, χωρίς απότομες εναλλαγές, χωρίς βράχια και χωρίς ταμπέλες και σήματα.

Ο στοργικός σου θείος,
ΣΚΡΟΥΤΕΗΠ.


(1). Οι μεγαλύτερες αποκλίσεις από την πορεία, γίνονται σιγά-σιγά, αργά αλλά σταθερά. Και σε μια πορεία που διαρκεί πολύ - επειδή η απόσταση προφανώς είναι μεγάλη - ακόμη και μια μικρή παρέκκλιση, είναι αρκετή για να μας στείλει σε εντελώς διαφορετικό προορισμό. Γι’ αυτό, το κόλπο του πονηρού, είναι να μας πείθει ότι είναι απλώς μια μικρή παρέκκλιση που είναι ασήμαντη και αναστρέψιμη. Όταν πια θα έχουμε καταλάβει το λάθος μας, θα είναι αργά.

(2). Το να πηγαίνει ο άνθρωπος στην εκκλησία δεν τον κάνει καλύτερο αν η πνευματική του κατάσταση έχει αρχίσει και εξασθενεί. Αντίθετα, πολλές φορές του προσφέρει ένα άλλοθι ότι είναι εντάξει επειδή εκτελεί τα πνευματικά του καθήκοντα. Η προσευχή, η υμνωδία, η συναθροίσεις με αδελφούς δε βοηθούν αν ο άνθρωπος δεν προσέχει τον εαυτό του και δεν παρακολουθεί την πνευματική του πορεία. Αντιθέτως τον μετατρέπουν σιγά-σιγά σε υποκριτή που καλύπτεται πίσω από αυτά για να μην αντιμετωπίσει την πραγματική του παρέκκλιση στην πορεία του με το Θεό.

(3). Όσο πιο ένοχος αισθάνεται ο άνθρωπος, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται από το Θεό. Η ελαφρά ενοχή μάλιστα είναι ακόμη πιο επικίνδυνη γιατί τον κάνει να αποφεύγει το Θεό προκειμένου να μην την αντιμετωπίσει και από την άλλη τον κάνει να αισθάνεται ότι «δεν είναι κάτι σοβαρό» και ότι «έχει τον έλεγχο της κατάστασης». Από την άλλη μεριά, η μεγάλη ενοχή θα φέρει αφύπνιση που όμως, είτε θα τον οδηγήσει στη μετάνοια και επιστροφή (βλέπε άσωτος) είτε στην ολοκληρωτική απομάκρυνση και καταστροφή (βλέπε Ιούδας Ισκαριώτης). Είναι λοιπόν, δίκοπο μαχαίρι. Γι’ αυτό, καλό είναι να αντιμετωπίζετε η αμαρτία «εν τη γενέση» και γι’ αυτό ο πονηρός θέλει να μας απομακρύνει από κάτι τέτοιο μέχρι να σιγουρέψει την ολοκληρωτική πτώση μας.

(4). Όσο πιο πολύ συνηθίζει ο άνθρωπος σ’ αυτή την κατάσταση της διπλής ζωής και της ακροβασίας ανάμεσα σε δύο κόσμους, ασύμβατους μεταξύ τους, τόσο πιο πολύ θα είναι σαν το ναρκωμανή που θα επιζητά συνεχώς τη δόση του από ηδονές του κόσμου και ταυτόχρονα θα προσπαθεί ανεπιτυχώς να ξεφύγει ώσπου τελικά θα παραιτηθεί και θα πέσει σε μια κατάσταση απραξίας όπου τίποτε δε θα έχει νόημα εκτός από τις κοσμικές ηδονές που θα τον κάνουν να επιζητά ακόμη περισσότερο χωρίς ποτέ να χορταίνει.